καρούτα

καρούτα
η
(λ. σλαβ.), ξύλινο τετραγωνικό πατητήρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρούτα — η 1. ξύλινη σκάφη για το πότισμα τών ζώων 2. ξύλινο τετραγωνικό πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. karrute < σλαβ. koryto] …   Dictionary of Greek

  • διαλυστήρα — ή και διαλυστήρι, το και διαλυστής, ο [διαλύω] 1. σκεύος ή χώρος όπου διαλύουμε κάτι 2. ο λάκκος ή η καρούτα μέσα στον οποίο σβήνουμε τον ασβέστη 3. χτένα, τσατσάρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”